- κεράς
- Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία πλευρά προεξέχει από το περιβάλλον, τότε λέγεται ημίκερας· αν αποτελείται από πτυχωμένα στρώματα, καλείται πτυχόκερας· στην περίπτωση που αποτελείται από στρώματα που δεν έχουν πτυχωθεί, ονομάζεται τραπεζόκερας.
* * *(I)κεράς, -άδος, ἡ (Α)ποιητ. τ. θηλ. τού κεραός*.————————(II)κεράς (Α)επίρρ. αναμεμιγμένα, ανάμικτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κερα- τού κεράννυμι (πρβλ. ε-κάς)].————————(III)ο [κερί]ο κατασκευαστής ή πωλητής κηρού ή κεριών.
Dictionary of Greek. 2013.